ἀναπολητικός
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
German (Pape)
[Seite 203] ins Gedächtniß zurückrufend?
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ.
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο κατάλληλος για αναπόληση, αναμνηστικός
2. αυτός που αναπολεί, ο μνημονικός.