αμπελουργικός

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμπελουργικός, -ή, -ὸν) ἀμπελουργός
1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική
η τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η αμπελουργία.