αρχισωματοφύλαξ
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
ἀρχισωματοφύλαξ, ο (Α)
1. ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων
2. τίτλος στην αυλή των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.