αρχισωματοφύλαξ
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
ἀρχισωματοφύλαξ, ο (Α)
1. ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων
2. τίτλος στην αυλή των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἀρχισωματοφύλαξ, ο (Α)
1. ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων
2. τίτλος στην αυλή των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.