αναπετάσω
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
Greek Monolingual
αναπετάννυμι, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. του ἀναπετάννυμι.
ΠΑΡ. αναπέταση].