βρεφοτρόφος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek (Liddell-Scott)

βρεφοτρόφος: -ον, ὁ ἀνατρέφων βρέφη, Μανασσ. Χρον. 4032· -τροφέω, Τζέτζ.· -τροφεῖον, τό, μέρος ἔνθα ἀνατρέφονται τὰ ἐκτεθέντα βρέφη. Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ encargado o director de un hospicio, Cod.Iust.1.3 tít., 55.2, Iust.Nou.7.1.

Greek Monolingual

βρεφοτρόφος, ο, η (Μ)
ο βρεφοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -τρόφος < τρέφω.