βρεφοτρόφος

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek (Liddell-Scott)

βρεφοτρόφος: -ον, ὁ ἀνατρέφων βρέφη, Μανασσ. Χρον. 4032· -τροφέω, Τζέτζ.· -τροφεῖον, τό, μέρος ἔνθα ἀνατρέφονται τὰ ἐκτεθέντα βρέφη. Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ encargado o director de un hospicio, Cod.Iust.1.3 tít., 55.2, Iust.Nou.7.1.

Greek Monolingual

βρεφοτρόφος, ο, η (Μ)
ο βρεφοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -τρόφος < τρέφω.