ἀφανιστικός

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

German (Pape)

[Seite 407] zerstörend, verderblich, Synes.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que hace desaparecer c. gen. τριχῶν Archig. en Aët.6.63, cf. Crito en Gal.12.447
subst. τὸ ἀ. supresión τῶν προσώπων A.D.Pron.33.15.
2 destructor ἀ., τιμωρητής glos. a λύκειος Sch.A.Th.145j, cf. Sch.Opp.H.2.421.
II adv. -ῶς aniquiladoramente Sch.Er.Il.21.220 (p.98.14), Sch.S.Ai.1274.

Greek Monolingual

ἀφανιστικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που προκαλεί εξαφάνιση ή αφανισμό, ο καταστρεπτικός.