αφεντικό
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek Monolingual
το (και αφεντικός, ο)
1. κύριος, αφέντης
2. ο κύριος ως προς το υπηρετικό προσωπικό
3. κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης
4. ο εργοδότης
5. στον πληθ. τα αφεντικά
α) ο κύριος και η κύρια του σπιτιού ή οι εργοδότες
6) η τάξη των αφεντάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αφεντικός < αρχ. αυθεντικός (πρβλ. αφέντης)].