αγραυλία

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ἀγραυλία, η (Α)
ἄγραυλος
1. (ιδιαίτερα για βοσκούς) διαμονή στους αγρούς, στην ύπαιθρο
2. στρατιωτική υπηρεσία στους αγρούς.