Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἀγραυλία, η (Α)ἄγραυλος1. (ιδιαίτερα για βοσκούς) διαμονή στους αγρούς, στην ύπαιθρο2. στρατιωτική υπηρεσία στους αγρούς.