αγραυλία

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

ἀγραυλία, η (Α)
ἄγραυλος
1. (ιδιαίτερα για βοσκούς) διαμονή στους αγρούς, στην ύπαιθρο
2. στρατιωτική υπηρεσία στους αγρούς.