οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἀγραυλία, η (Α)ἄγραυλος1. (ιδιαίτερα για βοσκούς) διαμονή στους αγρούς, στην ύπαιθρο2. στρατιωτική υπηρεσία στους αγρούς.