αλεώριο

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

το Ναυτ.
χαρακτηριστικό σημάδι σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀλεωρή «αποφυγή, μέσον αποφυγής». Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. balise].