άλατα
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
τα άλας Χημ.
ανόργανες ή οργανικές ιοντικές (ετεροπολικές) χημικές ενώσεις, τών οποίων το ανιόν προέρχεται από ένα οξύ και το κατιόν από μια βάση. Τα άλατα παράγονται από την αντίδραση ενός οξέος ή ενός οξεογόνου οξειδίου (ανυδρίτη οξέος) και μιας βάσεως ή ενός βασεογόνου οξειδίου (ανυδρίτη βάσεως).