απόφυση

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

Greek Monolingual

η (Α ἀπόφυσις) φύω
1. παραφυάδα, παραβλάστημα, παρακλάδι
2. προεξοχή ενός οργάνου («σκωληκοειδής απόφυση» του εντέρου, «μαστοειδής απόφυση» του κροταφικού οστού).