αβοήθητος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀβοήθητος, -ον) βοηθῶ
αυτός που δεν βρήκε βοήθεια, ανυπεράσπιστος, ανυποστήρικτος
αρχ.
ανίατος, αθεράπευτος.