αβοήθητος
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀβοήθητος, -ον) βοηθῶ
αυτός που δεν βρήκε βοήθεια, ανυπεράσπιστος, ανυποστήρικτος
αρχ.
ανίατος, αθεράπευτος.