αποθησαυρίζω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
(AM ἀποθησαυρίζω)
αποθηκεύω, αποταμιεύω
νεοελλ.
1. συγκεντρώνω, συσσωρεύω υλικά ή πνευματικά αγαθά
2. (για λέξεις) καταγράφω αθησαύριστες λέξεις, καταρτίζω λεξικό.