βαλτός

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό βάλλω
1. όποιος ενεργεί όχι με δική του πρωτοβουλία αλλά με υπόδειξη ή παρακίνηση άλλου
2. αυτός που δεν γίνεται τυχαία, ο υποβολιμαίος («βαλτή φωτιά», «βαλτές κουβέντες»).