βαθυμετρικός
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο σχετικός με τη βαθυμετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθυμετρία. Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Κωνσταντίνο Μητσόπουλο στην εφημερίδα Προμηθεύς.