βαθυμετρικός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τη βαθυμετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθυμετρία. Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Κωνσταντίνο Μητσόπουλο στην εφημερίδα Προμηθεύς.