ανθρωποφάγος
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀνθρωποφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με ανθρώπινη σάρκα
2. ο κανίβαλος
νεοελλ.
μτφ.
1. απάνθρωπος, σκληρός
2. πλεονέκτης, εκμεταλλευτής.
-α, -ο (Α ἀνθρωποφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με ανθρώπινη σάρκα
2. ο κανίβαλος
νεοελλ.
μτφ.
1. απάνθρωπος, σκληρός
2. πλεονέκτης, εκμεταλλευτής.