αιγωλιός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
αἰγωλιός και αἰγώλιος, ο (Α)
είδος μικρής κουκουβάγιας, πιθανώς το είδος Strix flammea.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ.].