αντιστράτηγος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

ο (Α ἀντιστράτηγος)
νεοελλ.
ανώτατος αξιωματικός στον στρατό ξηράς, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο
αρχ.
1. ο στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος
2. ο υποστράτηγος του στρατηγού στη Ρώμη.