αντιστράτηγος
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
Greek Monolingual
ο (Α ἀντιστράτηγος)
νεοελλ.
ανώτατος αξιωματικός στον στρατό ξηράς, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο
αρχ.
1. ο στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος
2. ο υποστράτηγος του στρατηγού στη Ρώμη.