αντιστράτηγος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

ο (Α ἀντιστράτηγος)
νεοελλ.
ανώτατος αξιωματικός στον στρατό ξηράς, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο
αρχ.
1. ο στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος
2. ο υποστράτηγος του στρατηγού στη Ρώμη.