γεώτρηση

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

η
η διάνοιξη με γεωτρύπανο βαθειάς κατακόρυφης οπής στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + τρήση. Η λ. γεώτρησις μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Προμηθεύς.