γεωτρύπανο

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

το
εργαλείο με το οποίο εκτελούνται γεωτρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + τρύπανον «τρυπάνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Προμηθεύς.