γεώμορο

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

και γήμορο, το (Μ γεώμορον και γήμορον) γεωμόρος
το ποσοστό της συγκομιδής το οποίο δίνει ως μίσθωμα ο καλλιεργητής (σέμπρος) στον ιδιοκτήτη αγρού ή κτήματος.