οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
γυπάετος: ὁ, ἴδε ἐν λ. ὑπάετος.
ο (Α γυπάετος)
ημερόβιο ιερακόμορφο αρπακτικό με εμφάνιση αετού και συνήθειες γύπα, εφόσον τρέφεται με θνησιμαία.