ανισογαμία
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. γάμος μοργανατικός
2. (Βιολ.) περίπτωση αμφιγονίας (εγγενούς αναπαραγωγής) κατά την οποία οι συντηκόμενοι γαμέτες διαφέρουν ως προς το μέγεθος, την εξωτερική εμφάνιση ή την όλη κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + γάμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον φιλόλογο Μίνω Λάππα, ως απόδοση του γαλλ. mesalliance].