ανισογαμία

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

η
1. γάμος μοργανατικός
2. (Βιολ.) περίπτωση αμφιγονίας (εγγενούς αναπαραγωγής) κατά την οποία οι συντηκόμενοι γαμέτες διαφέρουν ως προς το μέγεθος, την εξωτερική εμφάνιση ή την όλη κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + γάμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον φιλόλογο Μίνω Λάππα, ως απόδοση του γαλλ. mesalliance].