δρομολόγιο
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
το
1. ο δρόμος ανάμεσα σε δύο τόπους, το ταξίδι («έχουμε δρομολόγιο για τη Μασσαλία»)
2. περιγραφή του δρόμου που πρέπει να ακολουθηθεί με καθορισμό τών αποστάσεων και τών κύριων σημείων ή ωρών αναχωρήσεως, προσεγγίσεως, σταθμεύσεως ενός μέσου συγκοινωνίας
3. προδιαγεγραμμένο σύστημα, σχέδιο («έχει δρομολόγιο στις δουλειές του»).