διαφεντευτής
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
ο (θηλ. -εύτρα, η) και διαυθεντευτής
προστάτης, υπερασπιστής.
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ο (θηλ. -εύτρα, η) και διαυθεντευτής
προστάτης, υπερασπιστής.