διαφεντευτής
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Greek Monolingual
ο (θηλ. -εύτρα, η) και διαυθεντευτής
προστάτης, υπερασπιστής.
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
ο (θηλ. -εύτρα, η) και διαυθεντευτής
προστάτης, υπερασπιστής.