δευτεροβάθμιος
Greek Monolingual
-α, -ο
1. όποιος ανήκει στον δεύτερο βαθμό, σειρά ή τάξη υπαλληλικής ή άλλης ιεραρχίας
2. (για δικαστήρια, συμβούλια, επιτροπές κρίσεως) εκείνος από τον οποίο κρίνεται για δεύτερη φορά κάποια υπόθεση για την οποία έχει εκδοθεί απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή επιτροπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].