δουλόσπορος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 662] von Sklaven erzeugt, Nonn. D. 1, 73.
Greek (Liddell-Scott)
δουλόσπορος: -ον, ὁ ἐκ δούλου γεννηθείς, Νόνν, 1, 73.
Spanish (DGE)
-ον descendiente de esclavos Ps.Nonn.Comm.in Or.4.73.
Greek Monolingual
δουλόσπορος, -ον (Α)
γεννημένος από δούλο.