δυναμόμετρο

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual


το
1. συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της έντασης μιας δύναμης
2. όργανο που μετρά τη μεγέθυνση τών διοπτρών και τών τηλεσκοπίων.