εικονικός

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰκονικός, -ή, -όν)
ο φαινομενικός και όχι πραγματικός, πλαστός («εικονική πώληση»)
αρχ.-μσν.
αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου
αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε εικόνες ή χρησιμοποιεί εικόνες («εἰκονικὴ φαντασία», «εἰκονικὸς διάκοσμος»).