εικονικός
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰκονικός, -ή, -όν)
ο φαινομενικός και όχι πραγματικός, πλαστός («εικονική πώληση»)
αρχ.-μσν.
αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου
αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε εικόνες ή χρησιμοποιεί εικόνες («εἰκονικὴ φαντασία», «εἰκονικὸς διάκοσμος»).