εικονικός

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰκονικός, -ή, -όν)
ο φαινομενικός και όχι πραγματικός, πλαστός («εικονική πώληση»)
αρχ.-μσν.
αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου
αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε εικόνες ή χρησιμοποιεί εικόνες («εἰκονικὴ φαντασία», «εἰκονικὸς διάκοσμος»).