εναποθέτω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

1. τοποθετώ, συγκεντρώνω σ' έναν τόπο («οι μέλισσες εναποθέτουν το μέλι τους στις κερήθρες»)
2. μτφ. αποταμιεύω.