εναποθέτω
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Greek Monolingual
1. τοποθετώ, συγκεντρώνω σ' έναν τόπο («οι μέλισσες εναποθέτουν το μέλι τους στις κερήθρες»)
2. μτφ. αποταμιεύω.