αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
-η, -ο (AM ἔμψυχος, -ον)
αυτός που έχει ψυχή, ζωή, κίνηση, ο ζωντανός («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για λόγο) ζωηρός, ζωντανός, δυνατός
2. κρύος, ψυχρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἔμψυχα
τα ζώα.
επίρρ...
εμψύχως
ψυχωμένα, ζωηρά, δυνατά.