έμψυχος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμψυχος, -ον)
αυτός που έχει ψυχή, ζωή, κίνηση, ο ζωντανός («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για λόγο) ζωηρός, ζωντανός, δυνατός
2. κρύος, ψυχρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἔμψυχα
τα ζώα.
επίρρ...
εμψύχως
ψυχωμένα, ζωηρά, δυνατά.