ψαροκόκαλο

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

το, Ν
1. αγκάθι ψαριού, ψαραγκάθι
2. (γενικά) ραχοκοκαλιά ψαριού
3. μτφ. είδος βελονιάς ή είδος ύφανσης που μοιάζει με σκελετό ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κόκκαλο].