ψεκαστήρας

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

ο, και σπάν. τ. θηλ. ψεκαστήρα, η, Ν
1. (γεωπ.) συσκευή χρησιμοποιούμενη στη γεωργία για τη διασπορά, σε σταγονίδια, υγρών προϊόντων, λ.χ. φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων
2. τεχνολ. συσκευή για την εκτόξευση βαφής
3. ιατρ. α) συσκευή κατάλληλη για την εκτόξευση θεραπευτικών ατμών ή νεφών
β) συσκευή τοπικής αναισθησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεκάζω + επίθημα -τηρ(ας) (πρβλ. βρασ-τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ψεκαστήρ, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].