χωλότητα

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

η / χωλότης, -ητος, ΝΜΑ χωλός
η κατάσταση του χωλού
νεοελλ.
1. ιατρ. διαταραχή της φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία του βαδίσματος
2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα»
ιατρ. διαταραχή του βαδίσματος λόγω πόνου στους μυς της γαστροκνημίας και του άκρου ποδιού.