χωλότητα
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
η / χωλότης, -ητος, ΝΜΑ χωλός
η κατάσταση του χωλού
νεοελλ.
1. ιατρ. διαταραχή της φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία του βαδίσματος
2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα»
ιατρ. διαταραχή του βαδίσματος λόγω πόνου στους μυς της γαστροκνημίας και του άκρου ποδιού.