χωλότητα
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
η / χωλότης, -ητος, ΝΜΑ χωλός
η κατάσταση του χωλού
νεοελλ.
1. ιατρ. διαταραχή της φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία του βαδίσματος
2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα»
ιατρ. διαταραχή του βαδίσματος λόγω πόνου στους μυς της γαστροκνημίας και του άκρου ποδιού.