ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
το, Νψιχάλισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιχάλα + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλ-ητό)].