ψιλοδουλεύω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
Ν
1. επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη λεπτότητα
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ψιλοδουλεμένος, -η, -ο
επεξεργασμένος με πολλή προσοχή και λεπτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + δουλεύω.