τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
-ακος, ἡ, Α(στην αιτ. πληθ.) ψύλλακας(κατά τον Ησύχ.) «τὰς ψύλλας».[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλα + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ, σπάλ-αξ].