ὠκυπόδης
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
ου, ὁ, poet. for
A ὠκύπους, δρόμος AP5.222 (Maced.); λαγωός 9.371: in Dor. form, -ὠκυπόδας Ἄδραστος E.Hyps.Fr.1 ii 34 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠπόδης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὠκύπους, Ἀνθ. Παλατ. 5. 223., 9. 371.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ωκύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ-πόδης].