Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
το / ὠμοφόριον, ΝΜΑ, και ὠμόφορον ΜΑ ὠμοφόρος
εκκλ. ιερατικό άμφιο επισκόπου της Ορθόδοξης Εκκλησίας
μσν.-αρχ.
είδος γυναικείου καλύμματος για το κεφάλι και τους ώμους.