ωλεσίθυμος
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει την ψυχή, την ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. με μακρό φωνηεντισμό -ω- για διευθέτηση μετρικών αναγκών < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + θυμός, σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (βλ. λ. τέρπω)].